Jump to content

βιοχημικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

βιοχημικός (viochimikósm or f (plural βιοχημικοί)

  1. biochemist

Declension

[edit]
Declension of βιοχημικός
singular plural
nominative βιοχημικός (viochimikós) βιοχημικοί (viochimikoí)
genitive βιοχημικού (viochimikoú) βιοχημικών (viochimikón)
accusative βιοχημικό (viochimikó) βιοχημικούς (viochimikoús)
vocative βιοχημικέ (viochimiké) βιοχημικοί (viochimikoí)
[edit]
see: βιοχημεία f (viochimeía, biochemistry)

Further reading

[edit]