ανθυπολοχαγός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- ανθυπίλαρχος m or f (anthypílarchos) (in the cavalry)
Etymology
[edit]ανθ- (anth-, “anti”) + υπολοχαγός (ypolochagós, “lieutenant”).
Noun
[edit]ανθυπολοχαγός • (anthypolochagós) m or f (plural ανθυπολοχαγοί)
- (military) the rank of second lieutenant in the British and US armies with the NATO grade OF-1
- Synonym: (abbreviation) ανθλγός (anthlgós)
- Coordinate term: ανθυπομοίραρχος (anthypomoírarchos, “a constabulary rank”)
- (military, dated) a subaltern in the British army
Declension
[edit]Declension of ανθυπολοχαγός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανθυπολοχαγός • | ανθυπολοχαγοί • |
genitive | ανθυπολοχαγού • | ανθυπολοχαγών • |
accusative | ανθυπολοχαγό • | ανθυπολοχαγούς • |
vocative | ανθυπολοχαγέ • | ανθυπολοχαγοί • |
Coordinate terms
[edit]Further reading
[edit]- ανθυπολοχαγός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el