Jump to content

ανθυπομοίραρχος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανθυπομοίραρχος (anthypomoírarchosm (plural ανθυπομοίραρχοι)

  1. (obsolete) second lieutenant (gendarmerie)

Declension

[edit]
Declension of ανθυπομοίραρχος
singular plural
nominative ανθυπομοίραρχος (anthypomoírarchos) ανθυπομοίραρχοι (anthypomoírarchoi)
genitive ανθυπομοίραρχου (anthypomoírarchou)
ανθυπομοιράρχου (anthypomoirárchou)
ανθυπομοίραρχων (anthypomoírarchon)
ανθυπομοιράρχων (anthypomoirárchon)
accusative ανθυπομοίραρχο (anthypomoírarcho) ανθυπομοίραρχους (anthypomoírarchous)
ανθυπομοιράρχους (anthypomoirárchous)
vocative ανθυπομοίραρχε (anthypomoírarche) ανθυπομοίραρχοι (anthypomoírarchoi)

Second forms are formal.