ανθυπομοίραρχος
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ανθυπομοίραρχος • (anthypomoírarchos) m (plural ανθυπομοίραρχοι)
- (obsolete) second lieutenant (gendarmerie)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανθυπομοίραρχος (anthypomoírarchos) | ανθυπομοίραρχοι (anthypomoírarchoi) |
genitive | ανθυπομοίραρχου (anthypomoírarchou) ανθυπομοιράρχου (anthypomoirárchou) |
ανθυπομοίραρχων (anthypomoírarchon) ανθυπομοιράρχων (anthypomoirárchon) |
accusative | ανθυπομοίραρχο (anthypomoírarcho) | ανθυπομοίραρχους (anthypomoírarchous) ανθυπομοιράρχους (anthypomoirárchous) |
vocative | ανθυπομοίραρχε (anthypomoírarche) | ανθυπομοίραρχοι (anthypomoírarchoi) |
Second forms are formal.