αντιγραφέας

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιγραφέας (antigraféasm or f (plural αντιγραφείς)

  1. scribe, copyist, transcriber

Declension

[edit]
singular plural
nominative αντιγραφέας (antigraféas) αντιγραφείς (antigrafeís)
genitive αντιγραφέα (antigraféa)
αντιγραφέως (antigraféos)
αντιγραφέων (antigraféon)
accusative αντιγραφέα (antigraféa) αντιγραφείς (antigrafeís)
vocative αντιγραφέα (antigraféa) αντιγραφείς (antigrafeís)

The second genitive singular is formal (ancient), and suitable for the feminine gender.

[edit]