αντιγραφέας
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αντιγραφέας • (antigraféas) m or f (plural αντιγραφείς)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιγραφέας (antigraféas) | αντιγραφείς (antigrafeís) |
genitive | αντιγραφέα (antigraféa) αντιγραφέως (antigraféos) |
αντιγραφέων (antigraféon) |
accusative | αντιγραφέα (antigraféa) | αντιγραφείς (antigrafeís) |
vocative | αντιγραφέα (antigraféa) | αντιγραφείς (antigrafeís) |
The second genitive singular is formal (ancient), and suitable for the feminine gender.
Related terms
[edit]- see: αντιγράφω (antigráfo, “to copy”)