From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Ancient Greek ἀντιγράφω ("write in answer"). Morphologically, from αντι- ( “ in place of, opposite ” ) + γράφω ( “ write ” ) .
IPA (key ) : /an.diˈɣra.fo/
Hyphenation: α‧ντι‧γρά‧φω
αντιγράφω • (antigráfo ) (past αντέγραψα , passive αντιγράφομαι )
to copy , copy out , reproduce a document
to plagiarise , cheat
Synonym: λογοκλοπώ ( logoklopó )
( figuratively ) to copy , mimic
αντιγράφω αντιγράφομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αντιγράφω
αντιγράψω
αντιγράφομαι
αντιγραφτώ , αντιγραφώ 2
2 sg
αντιγράφεις
αντιγράψεις
αντιγράφεσαι
αντιγραφτείς , αντιγραφείς
3 sg
αντιγράφει
αντιγράψει
αντιγράφεται
αντιγραφτεί , αντιγραφεί
1 pl
αντιγράφουμε , [‑ομε ]
αντιγράψουμε , [‑ομε ]
αντιγραφόμαστε
αντιγραφτούμε , αντιγραφούμε
2 pl
αντιγράφετε
αντιγράψετε
αντιγράφεστε , αντιγραφόσαστε
αντιγραφτείτε , αντιγραφείτε
3 pl
αντιγράφουν (ε )
αντιγράψουν (ε )
αντιγράφονται
αντιγραφτούν (ε ), αντιγραφούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αντέγραφα
αντέγραψα
αντιγραφόμουν (α )
αντιγράφτηκα , αντιγράφηκα 2
2 sg
αντέγραφες
αντέγραψες
αντιγραφόσουν (α )
αντιγράφτηκες , αντιγράφηκες
3 sg
αντέγραφε
αντέγραψε
αντιγραφόταν (ε )
αντιγράφτηκε , αντιγράφηκε
1 pl
αντιγράφαμε
αντιγράψαμε
αντιγραφόμασταν , (‑όμαστε )
αντιγραφτήκαμε , αντιγραφήκαμε
2 pl
αντιγράφατε
αντιγράψατε
αντιγραφόσασταν , (‑όσαστε )
αντιγραφτήκατε , αντιγραφήκατε
3 pl
αντέγραφαν , αντιγράφαν (ε )
αντέγραψαν , αντιγράψαν (ε )
αντιγράφονταν , (αντιγραφόντουσαν )
αντιγράφτηκαν , αντιγραφτήκαν (ε ), αντιγράφηκαν , αντιγραφήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αντιγράφω ➤
θα αντιγράψω ➤
θα αντιγράφομαι ➤
θα αντιγραφτώ / αντιγραφώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αντιγράφεις , …
θα αντιγράψεις , …
θα αντιγράφεσαι , …
θα αντιγραφτείς / αντιγραφείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αντιγράψει έχω, έχεις, … αντιγραμμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αντιγραφτεί / αντιγραφεί είμαι , είσαι , … αντιγραμμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αντιγράψει είχα, είχες, … αντιγραμμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αντιγραφτεί / αντιγραφεί ήμουν , ήσουν , … αντιγραμμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αντιγράψει θα έχω, θα έχεις, … αντιγραμμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αντιγραφτεί / αντιγραφεί θα είμαι, θα είσαι, … αντιγραμμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αντίγραφε
αντίγραψε
—
αντιγράψου
2 pl
αντιγράφετε
αντιγράψτε , αντιγράφτε 2
αντιγράφεστε
αντιγραφτείτε , αντιγραφείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αντιγράφοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αντιγράψει ➤
αντιγραμμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αντιγράψει
αντιγραφτεί , αντιγραφεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. Colloquial. 2. Passive forms with -φτ- are colloquial and common. Passive forms with -φ- are formal and less common for this verb. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.