αντιγράφτηκα
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]αντιγράφτηκα • (antigráftika)
- first-person singular simple past of αντιγράφομαι (antigráfomai), the passive of αντιγράφω (antigráfo)
Alternative forms
[edit]- αντιγράφηκα (antigráfika) (formal)