αντιγράφτηκα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]αντιγράφτηκα • (antigráftika)
- 1st person singular simple past form of αντιγράφομαι (antigráfomai) passive of αντιγράφω.
Alternative forms
[edit]- αντιγράφηκα (antigráfika) (formal)