Jump to content

αντιγραφικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιγραφικός (antigrafikósm (feminine αντιγραφική, neuter αντιγραφικό)

  1. copying
    αντιγραφικό μηχάνημαantigrafikó michánimacopier (literally, “copying machine”)

Declension

[edit]
Declension of αντιγραφικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιγραφικός (antigrafikós) αντιγραφική (antigrafikí) αντιγραφικό (antigrafikó) αντιγραφικοί (antigrafikoí) αντιγραφικές (antigrafikés) αντιγραφικά (antigrafiká)
genitive αντιγραφικού (antigrafikoú) αντιγραφικής (antigrafikís) αντιγραφικού (antigrafikoú) αντιγραφικών (antigrafikón) αντιγραφικών (antigrafikón) αντιγραφικών (antigrafikón)
accusative αντιγραφικό (antigrafikó) αντιγραφική (antigrafikí) αντιγραφικό (antigrafikó) αντιγραφικούς (antigrafikoús) αντιγραφικές (antigrafikés) αντιγραφικά (antigrafiká)
vocative αντιγραφικέ (antigrafiké) αντιγραφική (antigrafikí) αντιγραφικό (antigrafikó) αντιγραφικοί (antigrafikoí) αντιγραφικές (antigrafikés) αντιγραφικά (antigrafiká)
[edit]