Jump to content

αντιγραφή

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιγραφή (antigrafíf (plural αντιγραφές)

  1. act of copying
  2. plagiarism
  3. (computing) act of copying data

Declension

[edit]
Declension of αντιγραφή
singular plural
nominative αντιγραφή (antigrafí) αντιγραφές (antigrafés)
genitive αντιγραφής (antigrafís) αντιγραφών (antigrafón)
accusative αντιγραφή (antigrafí) αντιγραφές (antigrafés)
vocative αντιγραφή (antigrafí) αντιγραφές (antigrafés)

Coordinate terms

[edit]
[edit]