διαφημιστής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]διαφημιστής • (diafimistís) m or f (plural διαφημιστές, feminine διαφημίστρια)
Declension
[edit]Declension of διαφημιστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαφημιστής • | διαφημιστές • |
genitive | διαφημιστή • | διαφημιστών • |
accusative | διαφημιστή • | διαφημιστές • |
vocative | διαφημιστή • | διαφημιστές • |
Related terms
[edit]- διαφήμιση f (diafímisi, “advertisement, advertising”)