Jump to content

ένορκος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἔνορκος (énorkos).

Adjective

[edit]

ένορκος (énorkosm (feminine ένορκη, neuter ένορκο)

  1. (law) under oath, sworn
    ένορκη διοικητική εξέτασηénorki dioikitikí exétasia sworn administrative enquiry

Declension

[edit]
Declension of ένορκος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ένορκος (énorkos) ένορκη (énorki) ένορκο (énorko) ένορκοι (énorkoi) ένορκες (énorkes) ένορκα (énorka)
genitive ένορκου (énorkou) ένορκης (énorkis) ένορκου (énorkou) ένορκων (énorkon) ένορκων (énorkon) ένορκων (énorkon)
accusative ένορκο (énorko) ένορκη (énorki) ένορκο (énorko) ένορκους (énorkous) ένορκες (énorkes) ένορκα (énorka)
vocative ένορκε (énorke) ένορκη (énorki) ένορκο (énorko) ένορκοι (énorkoi) ένορκες (énorkes) ένορκα (énorka)

Noun

[edit]

ένορκος (énorkosm or f (plural ένορκοι)

  1. (law) juror

Declension

[edit]
Declension of ένορκος
singular plural
nominative ένορκος (énorkos) ένορκοι (énorkoi)
genitive ενόρκου (enórkou) ενόρκων (enórkon)
accusative ένορκο (énorko) ενόρκους (enórkous)
vocative ένορκε (énorke) ένορκοι (énorkoi)
[edit]