βαθμοφόρος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]βαθμός (vathmós, “rank”) + -φόρος (-fóros, “bearer”)
Noun
[edit]βαθμοφόρος • (vathmofóros) m or f (plural βαθμοφόροι)
Declension
[edit]Declension of βαθμοφόρος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βαθμοφόρος • | βαθμοφόροι • |
genitive | βαθμοφόρου • | βαθμοφόρων • |
accusative | βαθμοφόρο • | βαθμοφόρους • |
vocative | βαθμοφόρε • | βαθμοφόροι • |
Related terms
[edit]- βαθμός m (vathmós, “rank, grade”)