αρθρογράφος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αρθρογράφος • (arthrográfos) m or f (plural αρθρογράφοι)
Declension
[edit]Declension of αρθρογράφος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρθρογράφος • | αρθρογράφοι • |
genitive | αρθρογράφου • | αρθρογράφων • |
accusative | αρθρογράφο • | αρθρογράφους • |
vocative | αρθρογράφε • | αρθρογράφοι • |
Related terms
[edit]- see: άρθρο n (árthro, “article”)
Further reading
[edit]- αρθρογράφος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language