εσωκλείω
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From εσω- + κλείω. Calque of French inclure.
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]εσωκλείω • (esokleío) (past εσώκλεισα, passive εσωκλείομαι)
- to enclose
Conjugation
[edit]εσωκλείω εσωκλείομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | εσωκλείω | εσωκλείσω | εσωκλείομαι | εσωκλειστώ |
2 sg | εσωκλείεις | εσωκλείσεις | εσωκλείεσαι | εσωκλειστείς |
3 sg | εσωκλείει | εσωκλείσει | εσωκλείεται | εσωκλειστεί |
1 pl | εσωκλείουμε, [‑ομε] | εσωκλείσουμε, [‑ομε] | εσωκλειόμαστε | εσωκλειστούμε |
2 pl | εσωκλείετε | εσωκλείσετε | εσωκλείεστε, εσωκλειόσαστε | εσωκλειστείτε |
3 pl | εσωκλείουν(ε) | εσωκλείσουν(ε) | εσωκλείονται | εσωκλειστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | εσώκλεια | εσώκλεισα | εσωκλειόμουν(α) | εσωκλείστηκα |
2 sg | εσώκλειες | εσώκλεισες | εσωκλειόσουν(α) | εσωκλείστηκες |
3 sg | εσώκλειε | εσώκλεισε | εσωκλειόταν(ε) | εσωκλείστηκε |
1 pl | εσωκλείαμε | εσωκλείσαμε | εσωκλειόμασταν, (‑όμαστε) | εσωκλειστήκαμε |
2 pl | εσωκλείατε | εσωκλείσατε | εσωκλειόσασταν, (‑όσαστε) | εσωκλειστήκατε |
3 pl | εσώκλειαν, εσωκλείαν(ε) | εσώκλεισαν, εσωκλείσαν(ε) | εσωκλείονταν, (εσωκλειόντουσαν) | εσωκλείστηκαν, εσωκλειστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα εσωκλείω ➤ | θα εσωκλείσω ➤ | θα εσωκλείομαι ➤ | θα εσωκλειστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα εσωκλείεις, … | θα εσωκλείσεις, … | θα εσωκλείεσαι, … | θα εσωκλειστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … εσωκλείσει έχω, έχεις, … εσωκλεισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … εσωκλειστεί είμαι, είσαι, … εσωκλεισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … εσωκλείσει είχα, είχες, … εσωκλεισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … εσωκλειστεί ήμουν, ήσουν, … εσωκλεισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … εσωκλείσει θα έχω, θα έχεις, … εσωκλεισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … εσωκλειστεί θα είμαι, θα είσαι, … εσωκλεισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | εσώκλειε | εσώκλεισε | — | εσωκλείσου |
2 pl | εσωκλείετε | εσωκλείστε | εσωκλείεστε | εσωκλειστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | εσωκλείοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας εσωκλείσει ➤ | εσωκλεισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | εσωκλείσει | εσωκλειστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• Mainly found in present and imperfect tenses. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- εσώκλειστος (esókleistos, “enclosed”)