Jump to content

εσώκλειστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

εσώκλειστος (esókleistosm (feminine εσώκλειστη, neuter εσώκλειστο)

  1. enclosed (in a mailing)

Declension

[edit]
Declension of εσώκλειστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εσώκλειστος (esókleistos) εσώκλειστη (esókleisti) εσώκλειστο (esókleisto) εσώκλειστοι (esókleistoi) εσώκλειστες (esókleistes) εσώκλειστα (esókleista)
genitive εσώκλειστου (esókleistou) εσώκλειστης (esókleistis) εσώκλειστου (esókleistou) εσώκλειστων (esókleiston) εσώκλειστων (esókleiston) εσώκλειστων (esókleiston)
accusative εσώκλειστο (esókleisto) εσώκλειστη (esókleisti) εσώκλειστο (esókleisto) εσώκλειστους (esókleistous) εσώκλειστες (esókleistes) εσώκλειστα (esókleista)
vocative εσώκλειστε (esókleiste) εσώκλειστη (esókleisti) εσώκλειστο (esókleisto) εσώκλειστοι (esókleistoi) εσώκλειστες (esókleistes) εσώκλειστα (esókleista)