δημοτικότητα
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from δημοτικός (dimotikós) + -ότητα (-ótita), a calque of French popularité.[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]δημοτικότητα • (dimotikótita) f (plural δημοτικότητες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δημοτικότητα (dimotikótita) | δημοτικότητες (dimotikótites) |
genitive | δημοτικότητας (dimotikótitas) | δημοτικοτήτων (dimotikotíton) |
accusative | δημοτικότητα (dimotikótita) | δημοτικότητες (dimotikótites) |
vocative | δημοτικότητα (dimotikótita) | δημοτικότητες (dimotikótites) |
Related terms
[edit]- and see: δήμος (dímos)
References
[edit]- ^ δημοτικότητα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language