δημοτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek δημοτικός, from δημότης (dēmótēs), from δῆμος (dêmos, “country, land”). For music, songs: calque of German Volkslieder.[1]
Adjective
[edit]δημοτικός • (dimotikós) m (feminine δημοτική, neuter δημοτικό)
- municipal
- δημοτική αρχή ― dimotikí archí ― municipal authority
- δημοτικοί άρχοντες ― dimotikoí árchontes ― municipal officials (the mayor and the council
- (music) folk, traditional
- Synonyms: παραδοσιακός (paradosiakós), λαϊκός (laïkós)
- δημοτική μουσική ― dimotikí mousikí ― folk music
- δημοτικό τραγούδι ― dimotikó tragoúdi ― folk song
- (linguistics, literature) demotic, of the people
- Synonym: δημώδης (dimódis)
Declension
[edit]Declension of δημοτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δημοτικός • | δημοτική • | δημοτικό • | δημοτικοί • | δημοτικές • | δημοτικά • |
genitive | δημοτικού • | δημοτικής • | δημοτικού • | δημοτικών • | δημοτικών • | δημοτικών • |
accusative | δημοτικό • | δημοτική • | δημοτικό • | δημοτικούς • | δημοτικές • | δημοτικά • |
vocative | δημοτικέ • | δημοτική • | δημοτικό • | δημοτικοί • | δημοτικές • | δημοτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δημοτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δημοτικός, etc.) |
Coordinate terms
[edit]- δημοκρατικός (dimokratikós, “democratic”, adjective)
- κοινή (koiní, “Koine, common”)
Derived terms
[edit]- δημοτική f sg (dimotikí, “Demotic language”, noun)
Related terms
[edit]- see: δήμος m (dímos, “municipality, the people”)
References
[edit]- ^ δημοτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language