Jump to content

παραδοσιακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

παραδοσιακός (paradosiakósm (feminine παραδοσιακή, neuter παραδοσιακό)

  1. traditional

Declension

[edit]
Declension of παραδοσιακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative παραδοσιακός (paradosiakós) παραδοσιακή (paradosiakí) παραδοσιακό (paradosiakó) παραδοσιακοί (paradosiakoí) παραδοσιακές (paradosiakés) παραδοσιακά (paradosiaká)
genitive παραδοσιακού (paradosiakoú) παραδοσιακής (paradosiakís) παραδοσιακού (paradosiakoú) παραδοσιακών (paradosiakón) παραδοσιακών (paradosiakón) παραδοσιακών (paradosiakón)
accusative παραδοσιακό (paradosiakó) παραδοσιακή (paradosiakí) παραδοσιακό (paradosiakó) παραδοσιακούς (paradosiakoús) παραδοσιακές (paradosiakés) παραδοσιακά (paradosiaká)
vocative παραδοσιακέ (paradosiaké) παραδοσιακή (paradosiakí) παραδοσιακό (paradosiakó) παραδοσιακοί (paradosiakoí) παραδοσιακές (paradosiakés) παραδοσιακά (paradosiaká)
[edit]