Jump to content

αλεξίπυρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From αλεξι- (alexi-, protection, deflection) +‎ πυρ (pyr, fire), calque of French pare-feu. First attested 1861.

Adjective

[edit]

αλεξίπυρος (alexípyrosm (feminine αλεξίπυρη, neuter αλεξίπυρο)

  1. fireproof

Declension

[edit]
Declension of αλεξίπυρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλεξίπυρος (alexípyros) αλεξίπυρη (alexípyri) αλεξίπυρο (alexípyro) αλεξίπυροι (alexípyroi) αλεξίπυρες (alexípyres) αλεξίπυρα (alexípyra)
genitive αλεξίπυρου (alexípyrou) αλεξίπυρης (alexípyris) αλεξίπυρου (alexípyrou) αλεξίπυρων (alexípyron) αλεξίπυρων (alexípyron) αλεξίπυρων (alexípyron)
accusative αλεξίπυρο (alexípyro) αλεξίπυρη (alexípyri) αλεξίπυρο (alexípyro) αλεξίπυρους (alexípyrous) αλεξίπυρες (alexípyres) αλεξίπυρα (alexípyra)
vocative αλεξίπυρε (alexípyre) αλεξίπυρη (alexípyri) αλεξίπυρο (alexípyro) αλεξίπυροι (alexípyroi) αλεξίπυρες (alexípyres) αλεξίπυρα (alexípyra)

Synonyms

[edit]

Derived terms

[edit]