πυρίμαχος
Jump to navigation
Jump to search
See also: πυριμάχος
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek πυριμάχος (purimákhos, “resisting fire”) with a faulty recessive accent in the pattern of αξιόμαχος (axiómachos).[1] By surface analysis, πυρί- (pyrí-) + -μαχος (-machos). See πυρ n (pyr, “fire”) (formal) & μάχη f (máchi, “combat”).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]πυρίμαχος • (pyrímachos) m (feminine πυρίμαχη, neuter πυρίμαχο)
- fire resistant, fireproof
- Synonyms: αλεξίπυρος (alexípyros), απύρωτος (apýrotos)
Declension
[edit]Declension of πυρίμαχος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πυρίμαχος • | πυρίμαχη • | πυρίμαχο • | πυρίμαχοι • | πυρίμαχες • | πυρίμαχα • |
genitive | πυρίμαχου • | πυρίμαχης • | πυρίμαχου • | πυρίμαχων • | πυρίμαχων • | πυρίμαχων • |
accusative | πυρίμαχο • | πυρίμαχη • | πυρίμαχο • | πυρίμαχους • | πυρίμαχες • | πυρίμαχα • |
vocative | πυρίμαχε • | πυρίμαχη • | πυρίμαχο • | πυρίμαχοι • | πυρίμαχες • | πυρίμαχα • |
References
[edit]- ^ πυρίμαχος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language