Jump to content

απύρωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απύρωτος (apýrotosm (feminine απύρωτη, neuter απύρωτ)

  1. fireproof
    Synonyms: αλεξίπυρος (alexípyros), πυρίμαχος (pyrímachos)

Declension

[edit]
Declension of απύρωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απύρωτος (apýrotos) απύρωτη (apýroti) απύρωτο (apýroto) απύρωτοι (apýrotoi) απύρωτες (apýrotes) απύρωτα (apýrota)
genitive απύρωτου (apýrotou) απύρωτης (apýrotis) απύρωτου (apýrotou) απύρωτων (apýroton) απύρωτων (apýroton) απύρωτων (apýroton)
accusative απύρωτο (apýroto) απύρωτη (apýroti) απύρωτο (apýroto) απύρωτους (apýrotous) απύρωτες (apýrotes) απύρωτα (apýrota)
vocative απύρωτε (apýrote) απύρωτη (apýroti) απύρωτο (apýroto) απύρωτοι (apýrotoi) απύρωτες (apýrotes) απύρωτα (apýrota)
[edit]
  • see: πυρ n (pyr, fire)