Jump to content

αξιόμαχος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αξιόμαχος (axiómachosm (feminine αξιόμαχη, neuter αξιόμαχο)

  1. effective, combative, well-trained, battle-ready

Declension

[edit]
Declension of αξιόμαχος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξιόμαχος (axiómachos) αξιόμαχη (axiómachi) αξιόμαχο (axiómacho) αξιόμαχοι (axiómachoi) αξιόμαχες (axiómaches) αξιόμαχα (axiómacha)
genitive αξιόμαχου (axiómachou) αξιόμαχης (axiómachis) αξιόμαχου (axiómachou) αξιόμαχων (axiómachon) αξιόμαχων (axiómachon) αξιόμαχων (axiómachon)
accusative αξιόμαχο (axiómacho) αξιόμαχη (axiómachi) αξιόμαχο (axiómacho) αξιόμαχους (axiómachous) αξιόμαχες (axiómaches) αξιόμαχα (axiómacha)
vocative αξιόμαχε (axiómache) αξιόμαχη (axiómachi) αξιόμαχο (axiómacho) αξιόμαχοι (axiómachoi) αξιόμαχες (axiómaches) αξιόμαχα (axiómacha)