Jump to content

μαζικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Calque of French en masse. Morphologically from μάζα (mass) +‎ -ικός (suffix for adjectives).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ma.zi.ˈkos/
  • Audio:(file)
  • Hyphenation: μα‧ζι‧κός

Adjective

[edit]

μαζικός (mazikósm (feminine μαζική, neuter μαζικό)

  1. mass (collectively, en masse)
    μαζική υστερίαmazikí ysteríamass hysteria
    μαζική συγκέντρωσηmazikí sygkéntrosimass meeting
  2. mass (related to weight)
    μαζικός αριθμόςmazikós arithmósmass number
  3. mass, bulky

Declension

[edit]
Declension of μαζικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μαζικός (mazikós) μαζική (mazikí) μαζικό (mazikó) μαζικοί (mazikoí) μαζικές (mazikés) μαζικά (maziká)
genitive μαζικού (mazikoú) μαζικής (mazikís) μαζικού (mazikoú) μαζικών (mazikón) μαζικών (mazikón) μαζικών (mazikón)
accusative μαζικό (mazikó) μαζική (mazikí) μαζικό (mazikó) μαζικούς (mazikoús) μαζικές (mazikés) μαζικά (maziká)
vocative μαζικέ (maziké) μαζική (mazikí) μαζικό (mazikó) μαζικοί (mazikoí) μαζικές (mazikés) μαζικά (maziká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μαζικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μαζικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μαζικότερος (mazikóteros) μαζικότερη (mazikóteri) μαζικότερο (mazikótero) μαζικότεροι (mazikóteroi) μαζικότερες (mazikóteres) μαζικότερα (mazikótera)
genitive μαζικότερου (mazikóterou) μαζικότερης (mazikóteris) μαζικότερου (mazikóterou) μαζικότερων (mazikóteron) μαζικότερων (mazikóteron) μαζικότερων (mazikóteron)
accusative μαζικότερο (mazikótero) μαζικότερη (mazikóteri) μαζικότερο (mazikótero) μαζικότερους (mazikóterous) μαζικότερες (mazikóteres) μαζικότερα (mazikótera)
vocative μαζικότερε (mazikótere) μαζικότερη (mazikóteri) μαζικότερο (mazikótero) μαζικότεροι (mazikóteroi) μαζικότερες (mazikóteres) μαζικότερα (mazikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο μαζικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μαζικότατος (mazikótatos) μαζικότατη (mazikótati) μαζικότατο (mazikótato) μαζικότατοι (mazikótatoi) μαζικότατες (mazikótates) μαζικότατα (mazikótata)
genitive μαζικότατου (mazikótatou) μαζικότατης (mazikótatis) μαζικότατου (mazikótatou) μαζικότατων (mazikótaton) μαζικότατων (mazikótaton) μαζικότατων (mazikótaton)
accusative μαζικότατο (mazikótato) μαζικότατη (mazikótati) μαζικότατο (mazikótato) μαζικότατους (mazikótatous) μαζικότατες (mazikótates) μαζικότατα (mazikótata)
vocative μαζικότατε (mazikótate) μαζικότατη (mazikótati) μαζικότατο (mazikótato) μαζικότατοι (mazikótatoi) μαζικότατες (mazikótates) μαζικότατα (mazikótata)

Derived terms

[edit]

Expressions:

[edit]

See also

[edit]

References

[edit]
  1. ^ μαζικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language