Jump to content

κοινοβουλευτισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from κοινοβουλευτ(ικός) (koinovouleft(ikós)) +‎ -ισμός (-ismós), a loose calque of French parlementarisme.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ci.no.vu.lef.tiˈzmos/
  • Hyphenation: κοι‧νο‧βου‧λευ‧τι‧σμός

Noun

[edit]

κοινοβουλευτισμός (koinovouleftismósm

  1. parliamentarism

Declension

[edit]
Declension of κοινοβουλευτισμός
singular plural
nominative κοινοβουλευτισμός (koinovouleftismós) κοινοβουλευτισμοί (koinovouleftismoí)
genitive κοινοβουλευτισμού (koinovouleftismoú) κοινοβουλευτισμών (koinovouleftismón)
accusative κοινοβουλευτισμό (koinovouleftismó) κοινοβουλευτισμούς (koinovouleftismoús)
vocative κοινοβουλευτισμέ (koinovouleftismé) κοινοβουλευτισμοί (koinovouleftismoí)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ κοινοβουλευτισμός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language