κοινοβουλευτικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]κοινοβουλευτικός • (koinovouleftikós) m (feminine κοινοβουλευτική, neuter κοινοβουλευτικό)
- parliamentary
- Synonym: βουλευτικός (vouleftikós)
- Antonym: αντικοινοβουλευτικός (antikoinovouleftikós)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | κοινοβουλευτικός (koinovouleftikós) | κοινοβουλευτική (koinovouleftikí) | κοινοβουλευτικό (koinovouleftikó) | κοινοβουλευτικοί (koinovouleftikoí) | κοινοβουλευτικές (koinovouleftikés) | κοινοβουλευτικά (koinovouleftiká) | |
genitive | κοινοβουλευτικού (koinovouleftikoú) | κοινοβουλευτικής (koinovouleftikís) | κοινοβουλευτικού (koinovouleftikoú) | κοινοβουλευτικών (koinovouleftikón) | κοινοβουλευτικών (koinovouleftikón) | κοινοβουλευτικών (koinovouleftikón) | |
accusative | κοινοβουλευτικό (koinovouleftikó) | κοινοβουλευτική (koinovouleftikí) | κοινοβουλευτικό (koinovouleftikó) | κοινοβουλευτικούς (koinovouleftikoús) | κοινοβουλευτικές (koinovouleftikés) | κοινοβουλευτικά (koinovouleftiká) | |
vocative | κοινοβουλευτικέ (koinovouleftiké) | κοινοβουλευτική (koinovouleftikí) | κοινοβουλευτικό (koinovouleftikó) | κοινοβουλευτικοί (koinovouleftikoí) | κοινοβουλευτικές (koinovouleftikés) | κοινοβουλευτικά (koinovouleftiká) |
Related terms
[edit]- see: βουλή f (voulí, “parliament”)
Further reading
[edit]- Βουλή των Ελλήνων on the Greek Wikipedia.Wikipedia el