Jump to content

αντικοινοβουλευτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντικοινοβουλευτικός (antikoinovouleftikósm (feminine αντικοινοβουλευτική, neuter αντικοινοβουλευτικό)

  1. antiparliamentary
    Antonyms: κοινοβουλευτικός (koinovouleftikós), βουλευτικός (vouleftikós)
    Coordinate term: (undemocratic) αντιδημοκρατικός (antidimokratikós)

¨

Declension

[edit]
Declension of αντικοινοβουλευτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντικοινοβουλευτικός (antikoinovouleftikós) αντικοινοβουλευτική (antikoinovouleftikí) αντικοινοβουλευτικό (antikoinovouleftikó) αντικοινοβουλευτικοί (antikoinovouleftikoí) αντικοινοβουλευτικές (antikoinovouleftikés) αντικοινοβουλευτικά (antikoinovouleftiká)
genitive αντικοινοβουλευτικού (antikoinovouleftikoú) αντικοινοβουλευτικής (antikoinovouleftikís) αντικοινοβουλευτικού (antikoinovouleftikoú) αντικοινοβουλευτικών (antikoinovouleftikón) αντικοινοβουλευτικών (antikoinovouleftikón) αντικοινοβουλευτικών (antikoinovouleftikón)
accusative αντικοινοβουλευτικό (antikoinovouleftikó) αντικοινοβουλευτική (antikoinovouleftikí) αντικοινοβουλευτικό (antikoinovouleftikó) αντικοινοβουλευτικούς (antikoinovouleftikoús) αντικοινοβουλευτικές (antikoinovouleftikés) αντικοινοβουλευτικά (antikoinovouleftiká)
vocative αντικοινοβουλευτικέ (antikoinovouleftiké) αντικοινοβουλευτική (antikoinovouleftikí) αντικοινοβουλευτικό (antikoinovouleftikó) αντικοινοβουλευτικοί (antikoinovouleftikoí) αντικοινοβουλευτικές (antikoinovouleftikés) αντικοινοβουλευτικά (antikoinovouleftiká)
[edit]