Jump to content

βουλευτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

βουλευτικός (vouleftikósm (feminine βουλευτική, neuter βουλευτικό)

  1. parliamentary
    Synonym: κοινοβουλευτικός (koinovouleftikós)
    Antonym: αντικοινοβουλευτικός (antikoinovouleftikós)

Declension

[edit]
Declension of βουλευτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βουλευτικός (vouleftikós) βουλευτική (vouleftikí) βουλευτικό (vouleftikó) βουλευτικοί (vouleftikoí) βουλευτικές (vouleftikés) βουλευτικά (vouleftiká)
genitive βουλευτικού (vouleftikoú) βουλευτικής (vouleftikís) βουλευτικού (vouleftikoú) βουλευτικών (vouleftikón) βουλευτικών (vouleftikón) βουλευτικών (vouleftikón)
accusative βουλευτικό (vouleftikó) βουλευτική (vouleftikí) βουλευτικό (vouleftikó) βουλευτικούς (vouleftikoús) βουλευτικές (vouleftikés) βουλευτικά (vouleftiká)
vocative βουλευτικέ (vouleftiké) βουλευτική (vouleftikí) βουλευτικό (vouleftikó) βουλευτικοί (vouleftikoí) βουλευτικές (vouleftikés) βουλευτικά (vouleftiká)
[edit]