αντικοινοβουλευτισμός
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αντικοινοβουλευτισμός • (antikoinovouleftismós) m (uncountable)
Declension
[edit]singular | |
---|---|
nominative | αντικοινοβουλευτισμός (antikoinovouleftismós) |
genitive | αντικοινοβουλευτισμού (antikoinovouleftismoú) |
accusative | αντικοινοβουλευτισμό (antikoinovouleftismó) |
vocative | αντικοινοβουλευτισμέ (antikoinovouleftismé) |
Related terms
[edit]- and see: βουλή f (voulí, “parliament”)
- αντικοινοβουλευτικός (antikoinovouleftikós, “antiparliamentary”, adjective)