κοινοβούλιο

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

κοινοβούλιο (koinovoúlion (plural κοινοβούλια)

  1. parliament

Declension

[edit]
singular plural
nominative κοινοβούλιο (koinovoúlio) κοινοβούλια (koinovoúlia)
genitive κοινοβουλίου (koinovoulíou)
κοινοβούλιου (koinovoúliou)
κοινοβουλίων (koinovoulíon)
accusative κοινοβούλιο (koinovoúlio) κοινοβούλια (koinovoúlia)
vocative κοινοβούλιο (koinovoúlio) κοινοβούλια (koinovoúlia)

Synonyms

[edit]

Derived terms

[edit]