κοινοβούλιο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]κοινοβούλιο • (koinovoúlio) n (plural κοινοβούλια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κοινοβούλιο (koinovoúlio) | κοινοβούλια (koinovoúlia) |
genitive | κοινοβουλίου (koinovoulíou) κοινοβούλιου (koinovoúliou) |
κοινοβουλίων (koinovoulíon) |
accusative | κοινοβούλιο (koinovoúlio) | κοινοβούλια (koinovoúlia) |
vocative | κοινοβούλιο (koinovoúlio) | κοινοβούλια (koinovoúlia) |
Synonyms
[edit]- βουλή f (voulí)
Derived terms
[edit]- Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο n (Evropaïkó Koinovoúlio)