παρονομαστής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Calque of French dénominateur.
Noun
[edit]παρονομαστής • (paronomastís) m (plural παρονομαστές)
- denominator, the lower part of a fraction (thus 2 in ½).
Declension
[edit]Declension of παρονομαστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παρονομαστής • | παρονομαστές • |
genitive | παρονομαστή • | παρονομαστών • |
accusative | παρονομαστή • | παρονομαστές • |
vocative | παρονομαστή • | παρονομαστές • |
See also
[edit]Further reading
[edit]- παρονομαστής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language