Jump to content

ανώριμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From αν- (an-, α- privative) +‎ ώριμος (órimos, mature, ripe); calque of French immature.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aˈnoɾimos/
  • Hyphenation: α‧νώ‧ρι‧μος

Adjective

[edit]

ανώριμος (anórimosm (feminine ανώριμη, neuter ανώριμο)

  1. (of fruits, vegetables, seeds etc) unripe, immature (not ready for reaping or gathering)
    Synonym: άγουρος (ágouros)
    Antonym: ώριμος (órimos)
    ανώριμα φρούταanórima froútaunripe fruit
  2. (figuratively) immature (not grown up in terms of physical appearance, behaviour or thinking)
    Antonym: ώριμος (órimos)
    ανώριμο παιδίanórimo paidíimmature child

Declension

[edit]
Declension of ανώριμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανώριμος (anórimos) ανώριμη (anórimi) ανώριμο (anórimo) ανώριμοι (anórimoi) ανώριμες (anórimes) ανώριμα (anórima)
genitive ανώριμου (anórimou) ανώριμης (anórimis) ανώριμου (anórimou) ανώριμων (anórimon) ανώριμων (anórimon) ανώριμων (anórimon)
accusative ανώριμο (anórimo) ανώριμη (anórimi) ανώριμο (anórimo) ανώριμους (anórimous) ανώριμες (anórimes) ανώριμα (anórima)
vocative ανώριμε (anórime) ανώριμη (anórimi) ανώριμο (anórimo) ανώριμοι (anórimoi) ανώριμες (anórimes) ανώριμα (anórima)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανώριμος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανώριμος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανωριμότερος (anorimóteros) ανωριμότερη (anorimóteri) ανωριμότερο (anorimótero) ανωριμότεροι (anorimóteroi) ανωριμότερες (anorimóteres) ανωριμότερα (anorimótera)
genitive ανωριμότερου (anorimóterou) ανωριμότερης (anorimóteris) ανωριμότερου (anorimóterou) ανωριμότερων (anorimóteron) ανωριμότερων (anorimóteron) ανωριμότερων (anorimóteron)
accusative ανωριμότερο (anorimótero) ανωριμότερη (anorimóteri) ανωριμότερο (anorimótero) ανωριμότερους (anorimóterous) ανωριμότερες (anorimóteres) ανωριμότερα (anorimótera)
vocative ανωριμότερε (anorimótere) ανωριμότερη (anorimóteri) ανωριμότερο (anorimótero) ανωριμότεροι (anorimóteroi) ανωριμότερες (anorimóteres) ανωριμότερα (anorimótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ανωριμότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ωριμότατος (orimótatos) ωριμότατη (orimótati) ωριμότατο (orimótato) ωριμότατοι (orimótatoi) ωριμότατες (orimótates) ωριμότατα (orimótata)
genitive ωριμότατου (orimótatou) ωριμότατης (orimótatis) ωριμότατου (orimótatou) ωριμότατων (orimótaton) ωριμότατων (orimótaton) ωριμότατων (orimótaton)
accusative ωριμότατο (orimótato) ωριμότατη (orimótati) ωριμότατο (orimótato) ωριμότατους (orimótatous) ωριμότατες (orimótates) ωριμότατα (orimótata)
vocative ωριμότατε (orimótate) ωριμότατη (orimótati) ωριμότατο (orimótato) ωριμότατοι (orimótatoi) ωριμότατες (orimótates) ωριμότατα (orimótata)

Derived terms

[edit]
[edit]