Jump to content

μετασχηματιστής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

μετασχηματ- (metaschimat-, to transform) +‎ -ιστής (-istís, -ist, -er), calque of French transformateur.

Noun

[edit]

μετασχηματιστής (metaschimatistísm (plural μετασχηματιστές)

  1. (electricity) transformer

Declension

[edit]
Declension of μετασχηματιστής
singular plural
nominative μετασχηματιστής (metaschimatistís) μετασχηματιστές (metaschimatistés)
genitive μετασχηματιστή (metaschimatistí) μετασχηματιστών (metaschimatistón)
accusative μετασχηματιστή (metaschimatistí) μετασχηματιστές (metaschimatistés)
vocative μετασχηματιστή (metaschimatistí) μετασχηματιστές (metaschimatistés)