ενδιαφέρων

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Present participle of the verb ενδιαφέρω (endiaféro).

Adjective

[edit]

ενδιαφέρων (endiaféronm (feminine ενδιαφέρουσα, neuter ενδιαφέρον)

  1. interesting

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ενδιαφέρων (endiaféron) ενδιαφέρουσα (endiaférousa) ενδιαφέρον (endiaféron) ενδιαφέροντες (endiaférontes) ενδιαφέρουσες (endiaférouses) ενδιαφέροντα (endiaféronta)
genitive ενδιαφέροντος (endiaférontos) ενδιαφέρουσας (endiaférousas)
ενδιαφερούσης (endiaferoúsis)
ενδιαφέροντος (endiaférontos) ενδιαφερόντων (endiaferónton) ενδιαφερουσών (endiaferousón) ενδιαφερόντων (endiaferónton)
accusative ενδιαφέροντα (endiaféronta) ενδιαφέρουσα (endiaférousa) ενδιαφέρον (endiaféron) ενδιαφέροντες (endiaférontes) ενδιαφέρουσες (endiaférouses) ενδιαφέροντα (endiaféronta)
vocative ενδιαφέρων (endiaféron) ενδιαφέρουσα (endiaférousa) ενδιαφέρον (endiaféron) ενδιαφέροντες (endiaférontes) ενδιαφέρουσες (endiaférouses) ενδιαφέροντα (endiaféronta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ενδιαφέρων, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ενδιαφέρων, etc.)

[edit]