Jump to content

απεγκατάσταση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Morphologically from απ- (removal-) +‎ εγ- (within-) +‎ κατα- (against-) +‎ στάση (position).

Noun

[edit]

απεγκατάσταση (apegkatástasif (plural απεγκαταστάσεις)

  1. deinstallation, uninstallation

Declension

[edit]
Declension of απεγκατάσταση
singular plural
nominative απεγκατάσταση (apegkatástasi) απεγκαταστάσεις (apegkatastáseis)
genitive απεγκατάστασης (apegkatástasis) απεγκαταστάσεων (apegkatastáseon)
accusative απεγκατάσταση (apegkatástasi) απεγκαταστάσεις (apegkatastáseis)
vocative απεγκατάσταση (apegkatástasi) απεγκαταστάσεις (apegkatastáseis)

Older or formal genitive singular: απεγκαταστάσεως (apegkatastáseos)