ένοπλος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἔνοπλος (énoplos). Morphologically εν- (en-, “in”) + όπλο (óplo, “weapon”) + -ος (-os).
Adjective
[edit]ένοπλος • (énoplos) m (feminine ένοπλη, neuter ένοπλο)
- (military) under arms, armed
- οι ένοπλες δυνάμεις ― oi énoples dynámeis ― the armed forces
- armed
- ένοπλη ληστεία ― énopli listeía ― armed robbery
Declension
[edit]Declension of ένοπλος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ένοπλος • | ένοπλη • | ένοπλο • | ένοπλοι • | ένοπλες • | ένοπλα • |
genitive | ένοπλου • | ένοπλης • | ένοπλου • | ένοπλων • | ένοπλων • | ένοπλων • |
accusative | ένοπλο • | ένοπλη • | ένοπλο • | ένοπλους • | ένοπλες • | ένοπλα • |
vocative | ένοπλε • | ένοπλη • | ένοπλο • | ένοπλοι • | ένοπλες • | ένοπλα • |