Jump to content

ένοπλος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἔνοπλος (énoplos). Morphologically εν- (en-, in) +‎ όπλο (óplo, weapon) +‎ -ος (-os).

Adjective

[edit]

ένοπλος (énoplosm (feminine ένοπλη, neuter ένοπλο)

  1. (military) under arms, armed
    οι ένοπλες δυνάμειςoi énoples dynámeisthe armed forces
  2. armed
    ένοπλη ληστείαénopli listeíaarmed robbery

Declension

[edit]
Declension of ένοπλος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ένοπλος (énoplos) ένοπλη (énopli) ένοπλο (énoplo) ένοπλοι (énoploi) ένοπλες (énoples) ένοπλα (énopla)
genitive ένοπλου (énoplou) ένοπλης (énoplis) ένοπλου (énoplou) ένοπλων (énoplon) ένοπλων (énoplon) ένοπλων (énoplon)
accusative ένοπλο (énoplo) ένοπλη (énopli) ένοπλο (énoplo) ένοπλους (énoplous) ένοπλες (énoples) ένοπλα (énopla)
vocative ένοπλε (énople) ένοπλη (énopli) ένοπλο (énoplo) ένοπλοι (énoploi) ένοπλες (énoples) ένοπλα (énopla)