Jump to content

έγγραφο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From the adjective έγγραφος. From the plural τὰ ἔγγραφα of the Koine Greek ἔγγραφος, from ἐγγράφω.[1] Morphologically, from εν- (εγ-) + γράφ(ω) + -o.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈeŋ.ɣra.fo/
  • Hyphenation: έγ‧γρα‧φο

Noun

[edit]

έγγραφο (éngrafon (plural έγγραφα)

  1. document

Declension

[edit]
Declension of έγγραφο
singular plural
nominative έγγραφο (éngrafo) έγγραφα (éngrafa)
genitive εγγράφου (engráfou)
έγγραφου (éngrafou)
εγγράφων (engráfon)
accusative έγγραφο (éngrafo) έγγραφα (éngrafa)
vocative έγγραφο (éngrafo) έγγραφα (éngrafa)
[edit]

Adjective

[edit]

έγγραφο (éngrafo)

  1. accusative masculine singular of έγγραφος (éngrafos)
  2. nominative/accusative/vocative neuter singular of έγγραφος (éngrafos)

References

[edit]
  1. ^ έγγραφο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language