Jump to content

έγγραφος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

έγγραφος (éngrafosm (feminine έγγραφη, neuter έγγραφο)

  1. in writing, written

Declension

[edit]
Declension of έγγραφος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative έγγραφος (éngrafos) έγγραφη (éngrafi) έγγραφο (éngrafo) έγγραφοι (éngrafoi) έγγραφες (éngrafes) έγγραφα (éngrafa)
genitive έγγραφου (éngrafou) έγγραφης (éngrafis) έγγραφου (éngrafou) έγγραφων (éngrafon) έγγραφων (éngrafon) έγγραφων (éngrafon)
accusative έγγραφο (éngrafo) έγγραφη (éngrafi) έγγραφο (éngrafo) έγγραφους (éngrafous) έγγραφες (éngrafes) έγγραφα (éngrafa)
vocative έγγραφε (éngrafe) έγγραφη (éngrafi) έγγραφο (éngrafo) έγγραφοι (éngrafoi) έγγραφες (éngrafes) έγγραφα (éngrafa)

Synonyms

[edit]
[edit]