Jump to content

γραμμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

γραμμένος (gramménosm (feminine γραμμένη, neuter γραμμένο)

  1. written, covered with writing
  2. written, registered, recorded

Declension

[edit]
Declension of γραμμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γραμμένος (gramménos) γραμμένη (gramméni) γραμμένο (gramméno) γραμμένοι (gramménoi) γραμμένες (gramménes) γραμμένα (gramména)
genitive γραμμένου (gramménou) γραμμένης (gramménis) γραμμένου (gramménou) γραμμένων (gramménon) γραμμένων (gramménon) γραμμένων (gramménon)
accusative γραμμένο (gramméno) γραμμένη (gramméni) γραμμένο (gramméno) γραμμένους (gramménous) γραμμένες (gramménes) γραμμένα (gramména)
vocative γραμμένε (gramméne) γραμμένη (gramméni) γραμμένο (gramméno) γραμμένοι (gramménoi) γραμμένες (gramménes) γραμμένα (gramména)

Synonyms

[edit]
[edit]