εμβόλιο

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /eɱˈvo.li.o/
  • Hyphenation: εμ‧βό‧λι‧ο

Noun

[edit]

εμβόλιο (emvólion (plural εμβόλια)

  1. (medicine) vaccine
    Βεβαίως υπάρχει ανάγκη να δημιουργηθεί και το εμβόλιο σε περίπτωση πανδημίας όταν παρουσιασθεί ο ιός.
    Vevaíos ypárchei anágki na dimiourgitheí kai to emvólio se períptosi pandimías ótan parousiastheí o iós.
    Of course, the vaccine also needs to be created in the event of a pandemic once the virus appears.

Declension

[edit]
[edit]