εμβόλιο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]εμβόλιο • (emvólio) n (plural εμβόλια)
- (medicine) vaccine
- Βεβαίως υπάρχει ανάγκη να δημιουργηθεί και το εμβόλιο σε περίπτωση πανδημίας όταν παρουσιασθεί ο ιός.
- Vevaíos ypárchei anágki na dimiourgitheí kai to emvólio se períptosi pandimías ótan parousiastheí o iós.
- Of course, the vaccine also needs to be created in the event of a pandemic once the virus appears.
Declension
[edit]Declension of εμβόλιο
Related terms
[edit]- ανεμβολίαστος (anemvolíastos, “not vaccinated”)
- εμβολιάζω (emvoliázo, “vaccinate”)
- εμβολιασμένος (emvoliasménos, “vaccinated”, participle)
- εμβολιασμός m (emvoliasmós, “vaccination”)
- and see: έμβολο n (émvolo, “piston; ram”)