Jump to content

ανεμβολίαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from αν- (an-) +‎ εμβολιασ- (stem of εμβολιάζω (emvoliázo)) +‎ -τος (-tos).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.nem.voˈli.a.stos/
  • Hyphenation: α‧νεμ‧βο‧λί‧α‧στος

Adjective

[edit]

ανεμβολίαστος (anemvolíastosm (feminine ανεμβολίαστη, neuter ανεμβολίαστο)

  1. uninoculated, unvaccinated
    Antonym: εμβολιασμένος (emvoliasménos)

Declension

[edit]
Declension of ανεμβολίαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεμβολίαστος (anemvolíastos) ανεμβολίαστη (anemvolíasti) ανεμβολίαστο (anemvolíasto) ανεμβολίαστοι (anemvolíastoi) ανεμβολίαστες (anemvolíastes) ανεμβολίαστα (anemvolíasta)
genitive ανεμβολίαστου (anemvolíastou) ανεμβολίαστης (anemvolíastis) ανεμβολίαστου (anemvolíastou) ανεμβολίαστων (anemvolíaston) ανεμβολίαστων (anemvolíaston) ανεμβολίαστων (anemvolíaston)
accusative ανεμβολίαστο (anemvolíasto) ανεμβολίαστη (anemvolíasti) ανεμβολίαστο (anemvolíasto) ανεμβολίαστους (anemvolíastous) ανεμβολίαστες (anemvolíastes) ανεμβολίαστα (anemvolíasta)
vocative ανεμβολίαστε (anemvolíaste) ανεμβολίαστη (anemvolíasti) ανεμβολίαστο (anemvolíasto) ανεμβολίαστοι (anemvolíastoi) ανεμβολίαστες (anemvolíastes) ανεμβολίαστα (anemvolíasta)

References

[edit]
  1. ^ ανεμβολίαστος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language