ανεμβολίαστος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from αν- (an-) + εμβολιασ- (stem of εμβολιάζω (emvoliázo)) + -τος (-tos).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ανεμβολίαστος • (anemvolíastos) m (feminine ανεμβολίαστη, neuter ανεμβολίαστο)
- uninoculated, unvaccinated
- Antonym: εμβολιασμένος (emvoliasménos)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανεμβολίαστος (anemvolíastos) | ανεμβολίαστη (anemvolíasti) | ανεμβολίαστο (anemvolíasto) | ανεμβολίαστοι (anemvolíastoi) | ανεμβολίαστες (anemvolíastes) | ανεμβολίαστα (anemvolíasta) | |
genitive | ανεμβολίαστου (anemvolíastou) | ανεμβολίαστης (anemvolíastis) | ανεμβολίαστου (anemvolíastou) | ανεμβολίαστων (anemvolíaston) | ανεμβολίαστων (anemvolíaston) | ανεμβολίαστων (anemvolíaston) | |
accusative | ανεμβολίαστο (anemvolíasto) | ανεμβολίαστη (anemvolíasti) | ανεμβολίαστο (anemvolíasto) | ανεμβολίαστους (anemvolíastous) | ανεμβολίαστες (anemvolíastes) | ανεμβολίαστα (anemvolíasta) | |
vocative | ανεμβολίαστε (anemvolíaste) | ανεμβολίαστη (anemvolíasti) | ανεμβολίαστο (anemvolíasto) | ανεμβολίαστοι (anemvolíastoi) | ανεμβολίαστες (anemvolíastes) | ανεμβολίαστα (anemvolíasta) |
References
[edit]- ^ ανεμβολίαστος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- ανεμβολίαστος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language