μετενσάρκωση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]μετενσάρκωση • (metensárkosi) f (plural μετενσαρκώσεις)
Declension
[edit]Declension of μετενσάρκωση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | μετενσάρκωση • | μετενσαρκώσεις • | |
genitive | μετενσάρκωσης • | μετενσαρκώσεων • | |
accusative | μετενσάρκωση • | μετενσαρκώσεις • | |
vocative | μετενσάρκωση • | μετενσαρκώσεις • | |
Older or formal genitive singular: μετενσαρκώσεως • |
Related terms
[edit]- ενσάρκωση f (ensárkosi, “incarnation”)
- μετενσαρκώνω (metensarkóno)
- and see: σάρκα f (sárka, “flesh”)
Further reading
[edit]- μετενσάρκωση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- μετενσάρκωση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el