Jump to content

έγγαμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

εν- (en-, in) +‎ γάμος (gámos, marriage)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈeŋ.ɣa.mos/
  • Hyphenation: έγ‧γα‧μος

Adjective

[edit]

έγγαμος (éngamosm (feminine έγγαμος or έγγαμη, neuter έγγαμο)

  1. married

Declension

[edit]
Declension of έγγαμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative έγγαμος (éngamos) έγγαμος (éngamos)
έγγαμη (éngami)
έγγαμο (éngamo) έγγαμοι (éngamoi) έγγαμοι (éngamoi)
έγγαμες (éngames)
έγγαμα (éngama)
genitive έγγαμου (éngamou) έγγαμου (éngamou)
έγγαμης (éngamis)
έγγαμου (éngamou) έγγαμων (éngamon) έγγαμων (éngamon) έγγαμων (éngamon)
accusative έγγαμο (éngamo) έγγαμο (éngamo)
έγγαμη (éngami)
έγγαμο (éngamo) έγγαμους (éngamous) έγγαμους (éngamous)
έγγαμες (éngames)
έγγαμα (éngama)
vocative έγγαμε (éngame) έγγαμε (éngame)
έγγαμη (éngami)
έγγαμο (éngamo) έγγαμοι (éngamoi) έγγαμοι (éngamoi)
έγγαμες (éngames)
έγγαμα (éngama)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]