Jump to content

νυμφευμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

νυμφευμένος (nymfevménosm (feminine νυμφευμένη, neuter νυμφευμένο)

  1. married, wed

Declension

[edit]
Declension of νυμφευμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative νυμφευμένος (nymfevménos) νυμφευμένη (nymfevméni) νυμφευμένο (nymfevméno) νυμφευμένοι (nymfevménoi) νυμφευμένες (nymfevménes) νυμφευμένα (nymfevména)
genitive νυμφευμένου (nymfevménou) νυμφευμένης (nymfevménis) νυμφευμένου (nymfevménou) νυμφευμένων (nymfevménon) νυμφευμένων (nymfevménon) νυμφευμένων (nymfevménon)
accusative νυμφευμένο (nymfevméno) νυμφευμένη (nymfevméni) νυμφευμένο (nymfevméno) νυμφευμένους (nymfevménous) νυμφευμένες (nymfevménes) νυμφευμένα (nymfevména)
vocative νυμφευμένε (nymfevméne) νυμφευμένη (nymfevméni) νυμφευμένο (nymfevméno) νυμφευμένοι (nymfevménoi) νυμφευμένες (nymfevménes) νυμφευμένα (nymfevména)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]