From Wiktionary, the free dictionary
Learnedly, from Ancient Greek ἐμπαίζω . Morphologically, from (εν-) εμ- ( “ in ” ) + παίζω ( “ play ” ) .
IPA (key ) : /emˈbe.zo/
Hyphenation: ε‧μπαί‧ζω
Old Hyphenation: εμ‧παί‧ζω
εμπαίζω • (empaízo ) (past ενέπαιξα , passive εμπαίζομαι )
to mock , tease , ridicule
εμπαίζω εμπαίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
εμπαίζω
εμπαίξω
εμπαίζομαι
εμπαιχθώ , εμπαιχτώ
2 sg
εμπαίζεις
εμπαίξεις
εμπαίζεσαι
εμπαιχθείς , εμπαιχτείς
3 sg
εμπαίζει
εμπαίξει
εμπαίζεται
εμπαιχθεί , εμπαιχτεί
1 pl
εμπαίζουμε , [‑ομε ]
εμπαίξουμε , [‑ομε ]
εμπαιζόμαστε
εμπαιχθούμε , εμπαιχτούμε
2 pl
εμπαίζετε
εμπαίξετε
εμπαίζεστε , εμπαιζόσαστε
εμπαιχθείτε , εμπαιχτείτε
3 pl
εμπαίζουν (ε )
εμπαίξουν (ε )
εμπαίζονται
εμπαιχθούν (ε ), εμπαιχτούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ενέπαιζα
ενέπαιξα
εμπαιζόμουν (α )
εμπαίχθηκα , εμπαίχτηκα
2 sg
ενέπαιζες
ενέπαιξες
εμπαιζόσουν (α )
εμπαίχθηκες , εμπαίχτηκες
3 sg
ενέπαιζε
ενέπαιξε
εμπαιζόταν (ε )
εμπαίχθηκε , εμπαίχτηκε
1 pl
εμπαίζαμε
εμπαίξαμε
εμπαιζόμασταν , (‑όμαστε )
εμπαιχθήκαμε , εμπαιχτήκαμε
2 pl
εμπαίζατε
εμπαίξατε
εμπαιζόσασταν , (‑όσαστε )
εμπαιχθήκατε , εμπαιχτήκατε
3 pl
ενέπαιζαν , εμπαίζαν (ε )
ενέπαιξαν , εμπαίξαν (ε )
εμπαίζονταν , (εμπαιζόντουσαν )
εμπαίχθηκαν , εμπαιχθήκαν (ε ), εμπαίχτηκαν , εμπαιχτήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα εμπαίζω ➤
θα εμπαίξω ➤
θα εμπαίζομαι ➤
θα εμπαιχθώ / εμπαιχτώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα εμπαίζεις , …
θα εμπαίξεις , …
θα εμπαίζεσαι , …
θα εμπαιχθείς / εμπαιχτείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … εμπαίξει
έχω, έχεις, … εμπαιχθεί / εμπαιχτεί είμαι , είσαι , … εμπαιγμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … εμπαίξει
είχα, είχες, … εμπαιχθεί / εμπαιχτεί ήμουν , ήσουν , … εμπαιγμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … εμπαίξει
θα έχω, θα έχεις, … εμπαιχθεί / εμπαιχτεί θα είμαι, θα είσαι, … εμπαιγμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
—
—
εμπαίξου
2 pl
εμπαίζετε
εμπαίξτε
εμπαίζεστε
εμπαιχθείτε , εμπαιχτείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
εμπαίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας εμπαίξει ➤
εμπαιγμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
εμπαίξει
εμπαιχθεί , εμπαιχτεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
and see: παίζω ( paízo , “ play ” )