From Wiktionary, the free dictionary
From Byzantine Greek ἀνεμπαίζω ( anempaízō ) , from ἀνα- ( ana- ) + ἐν- ( en- ) + παίζω ( paízō ) .
IPA (key ) : /a.namˈbe.zo/
Hyphenation: α‧να‧μπαί‧ζω
αναμπαίζω • (anampaízo ) (past ανέμπαιξα ) ( demotic past ) : ανάμπαιξα , ( passive ) αναμπαίζομαι
( colloquial , literature ) to mock , tease , ridicule
Synonyms: εμπαίζω ( empaízo ) , ανεμπαίζω ( anempaízo )
αναμπαίζω αναμπαίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αναμπαίζω
αναμπαίξω
αναμπαίζομαι
αναμπαιχτώ
2 sg
αναμπαίζεις
αναμπαίξεις
αναμπαίζεσαι
αναμπαιχτείς
3 sg
αναμπαίζει
αναμπαίξει
αναμπαίζεται
αναμπαιχτεί
1 pl
αναμπαίζουμε , [‑ομε ]
αναμπαίξουμε , [‑ομε ]
αναμπαιζόμαστε
αναμπαιχτούμε
2 pl
αναμπαίζετε
αναμπαίξετε
αναμπαίζεστε , αναμπαιζόσαστε
αναμπαιχτείτε
3 pl
αναμπαίζουν (ε )
αναμπαίξουν (ε )
αναμπαίζονται
αναμπαιχτούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ανάμπαιζα
ανάμπαιξα
αναμπαιζόμουν (α )
αναμπαίχτηκα
2 sg
ανάμπαιζες
ανάμπαιξες
αναμπαιζόσουν (α )
αναμπαίχτηκες
3 sg
ανάμπαιζε
ανάμπαιξε
αναμπαιζόταν (ε )
αναμπαίχτηκε
1 pl
αναμπαίζαμε
αναμπαίξαμε
αναμπαιζόμασταν , (‑όμαστε )
αναμπαιχτήκαμε
2 pl
αναμπαίζατε
αναμπαίξατε
αναμπαιζόσασταν , (‑όσαστε )
αναμπαιχτήκατε
3 pl
ανάμπαιζαν , αναμπαίζαν (ε )
ανάμπαιξαν , αναμπαίξαν (ε )
αναμπαίζονταν , (αναμπαιζόντουσαν )
αναμπαίχτηκαν , αναμπαιχτήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αναμπαίζω ➤
θα αναμπαίξω ➤
θα αναμπαίζομαι ➤
θα αναμπαιχτώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αναμπαίζεις , …
θα αναμπαίξεις , …
θα αναμπαίζεσαι , …
θα αναμπαιχτείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αναμπαίξει
έχω, έχεις, … αναμπαιχτεί είμαι , είσαι , … αναμπαιγμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αναμπαίξει
είχα, είχες, … αναμπαιχτεί ήμουν , ήσουν , … αναμπαιγμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αναμπαίξει
θα έχω, θα έχεις, … αναμπαιχτεί θα είμαι, θα είσαι, … αναμπαιγμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
ανάμπαιζε
ανάμπαιξε
—
αναμπαίξου
2 pl
αναμπαίζετε
αναμπαίξτε
αναμπαίζεστε
αναμπαιχτείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αναμπαίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αναμπαίξει ➤
αναμπαιγμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αναμπαίξει
αναμπαιχτεί
Notes Appendix:Greek verbs
• Older active forms : imperfect : ανέμπαιζα , past : ανέμπαιξα • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.