αναμπαίχτης
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αναμπαίχτης • (anampaíchtis) m (plural αναμπαίχτες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναμπαίχτης (anampaíchtis) | αναμπαίχτες (anampaíchtes) |
genitive | αναμπαίχτη (anampaíchti) | αναμπαιχτών (anampaichtón) |
accusative | αναμπαίχτη (anampaíchti) | αναμπαίχτες (anampaíchtes) |
vocative | αναμπαίχτη (anampaíchti) | αναμπαίχτες (anampaíchtes) |
Related terms
[edit]- see: αναμπαίζω (anampaízo, “to make fun of, to mock, to tease”)