Jump to content

αναμπαίχτης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναμπαίχτης (anampaíchtism (plural αναμπαίχτες)

  1. teaser, mocker

Declension

[edit]
singular plural
nominative αναμπαίχτης (anampaíchtis) αναμπαίχτες (anampaíchtes)
genitive αναμπαίχτη (anampaíchti) αναμπαιχτών (anampaichtón)
accusative αναμπαίχτη (anampaíchti) αναμπαίχτες (anampaíchtes)
vocative αναμπαίχτη (anampaíchti) αναμπαίχτες (anampaíchtes)
[edit]