From Wiktionary, the free dictionary
From Ancient Greek ἐγκλείω ( enkleíō ) . Morphologically, from εν- (εγ-) ( “ en-, in ” ) + κλείω ( “ close ” ) .
IPA (key ) : /eŋˈɡlio/
Hyphenation: ε‧γκλεί‧ω
Old Hyphenation: εγ‧κλεί‧ω
εγκλείω • (egkleío ) (past ενέκλεισα , passive εγκλείομαι )
to shut in
to confine (in prison, asylum )
εγκλείω εγκλείομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
εγκλείω
εγκλείσω
εγκλείομαι
εγκλειστώ , {εγκλεισθώ }1
2 sg
εγκλείεις
εγκλείσεις
εγκλείεσαι
εγκλειστείς , εγκλεισθείς
3 sg
εγκλείει
εγκλείσει
εγκλείεται
εγκλειστεί , εγκλεισθεί
1 pl
εγκλείουμε , [‑ομε ]
εγκλείσουμε , [‑ομε ]
εγκλειόμαστε
εγκλειστούμε , εγκλεισθούμε
2 pl
εγκλείετε
εγκλείσετε
εγκλείεστε , εγκλειόσαστε
εγκλειστείτε , εγκλεισθείτε
3 pl
εγκλείουν (ε )
εγκλείσουν (ε )
εγκλείονται
εγκλειστούν (ε ), εγκλεισθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ενέκλεια
ενέκλεισα
εγκλειόμουν (α )
εγκλείστηκα , {εγκλείσθηκα }1
2 sg
ενέκλειες
ενέκλεισες
εγκλειόσουν (α )
εγκλείστηκες , εγκλείσθηκες
3 sg
ενέκλειε
ενέκλεισε
εγκλειόταν (ε )
εγκλείστηκε , εγκλείσθηκε
1 pl
εγκλείαμε
εγκλείσαμε
εγκλειόμασταν , (‑όμαστε )
εγκλειστήκαμε , εγκλεισθήκαμε
2 pl
εγκλείατε
εγκλείσατε
εγκλειόσασταν , (‑όσαστε )
εγκλειστήκατε , εγκλεισθήκατε
3 pl
ενέκλειαν , εγκλείαν (ε )
ενέκλεισαν , εγκλείσαν (ε )
εγκλείονταν , (εγκλειόντουσαν )
εγκλείστηκαν , εγκλειστήκαν (ε ), εγκλείσθηκαν , εγκλεισθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα εγκλείω ➤
θα εγκλείσω ➤
θα εγκλείομαι ➤
θα εγκλειστώ / εγκλεισθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα εγκλείεις , …
θα εγκλείσεις , …
θα εγκλείεσαι , …
θα εγκλειστείς / εγκλεισθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … εγκλείσει έχω, έχεις, … εγκλεισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … εγκλειστεί / εγκλεισθεί είμαι , είσαι , … εγκλεισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … εγκλείσει είχα, είχες, … εγκλεισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … εγκλειστεί / εγκλεισθεί ήμουν , ήσουν , … εγκλεισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … εγκλείσει θα έχω, θα έχεις, … εγκλεισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … εγκλειστεί / εγκλεισθεί θα είμαι, θα είσαι, … εγκλεισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
[έγκλειε ]
[έγκλεισε ]
—
εγκλείσου
2 pl
εγκλείετε
εγκλείστε
εγκλείεστε
εγκλειστείτε , εγκλεισθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
εγκλείοντας ➤
εγκλειόμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας εγκλείσει ➤
εγκλεισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
εγκλείσει
εγκλειστεί , εγκλεισθεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. Formal types with -σθ - are rare. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.