Jump to content

έντεχνος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈen.de.xnos/
  • Hyphenation: έ‧ντε‧χνος
  • Old Hyphenation: έν‧τε‧χνος

Adjective

[edit]

έντεχνος (éntechnosm (feminine έντεχνη, neuter έντεχνο)

  1. art (of music, songs, etc.)
  2. artful, artistic
  3. skillful, masterful
  4. subtle, clever, cunning

Declension

[edit]
Declension of έντεχνος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative έντεχνος (éntechnos) έντεχνη (éntechni) έντεχνο (éntechno) έντεχνοι (éntechnoi) έντεχνες (éntechnes) έντεχνα (éntechna)
genitive έντεχνου (éntechnou) έντεχνης (éntechnis) έντεχνου (éntechnou) έντεχνων (éntechnon) έντεχνων (éntechnon) έντεχνων (éntechnon)
accusative έντεχνο (éntechno) έντεχνη (éntechni) έντεχνο (éntechno) έντεχνους (éntechnous) έντεχνες (éntechnes) έντεχνα (éntechna)
vocative έντεχνε (éntechne) έντεχνη (éntechni) έντεχνο (éntechno) έντεχνοι (éntechnoi) έντεχνες (éntechnes) έντεχνα (éntechna)
[edit]
  • and see: εν (en, in) & τέχνη f (téchni, art; craft)