IPA (key ) : /en.sterˈni.zo.me/
Hyphenation: εν‧στερ‧νί‧ζο‧μαι
ενστερνίζομαι • (ensternízomai ) deponent (past ενστερνίστηκα /ενστερνίσθηκα )
to adopt , embrace ( principles, ideals, values, etc )
ενστερνίζομαι (deponent: passive forms only)
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
1 sg
ενστερνίζομαι
ενστερνιστώ , ενστερνισθώ
2 sg
ενστερνίζεσαι
ενστερνιστείς , ενστερνισθείς
3 sg
ενστερνίζεται
ενστερνιστεί , ενστερνισθεί
1 pl
ενστερνιζόμαστε
ενστερνιστούμε , ενστερνισθούμε
2 pl
ενστερνίζεστε , ενστερνιζόσαστε
ενστερνιστείτε , ενστερνισθείτε
3 pl
ενστερνίζονται
ενστερνιστούν (ε ), ενστερνισθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
1 sg
ενστερνιζόμουν (α )
ενστερνίστηκα , ενστερνίσθηκα
2 sg
ενστερνιζόσουν (α )
ενστερνίστηκες , ενστερνίσθηκες
3 sg
ενστερνιζόταν (ε )
ενστερνίστηκε , ενστερνίσθηκε
1 pl
ενστερνιζόμασταν , (‑όμαστε )
ενστερνιστήκαμε , ενστερνισθήκαμε
2 pl
ενστερνιζόσασταν , (‑όσαστε )
ενστερνιστήκατε , ενστερνισθήκατε
3 pl
ενστερνίζονταν , (ενστερνιζόντουσαν )
ενστερνίστηκαν , ενστερνιστήκαν (ε ), ενστερνίσθηκαν , ενστερνισθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
1 sg
θα ενστερνίζομαι ➤
θα ενστερνιστώ / ενστερνισθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ενστερνίζεσαι , …
θα ενστερνιστείς / ενστερνισθείς , …
Perfect aspect ➤
Present perfect ➤
έχω, έχεις, … ενστερνιστεί / ενστερνισθεί
Past perfect ➤
είχα, είχες, … ενστερνιστεί / ενστερνισθεί
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … ενστερνιστεί / ενστερνισθεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
ενστερνίσου
2 pl
ενστερνίζεστε
ενστερνιστείτε , ενστερνισθείτε
Other forms
Passive voice
Present participle ➤
—
Perfect participle ➤
—
Nonfinite form ➤
ενστερνιστεί , ενστερνισθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• Forms with -σθ - are formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
see: στέρνο n ( stérno , “ breastbone ” )