From Wiktionary, the free dictionary
Semantic loan from French ériger from Ancient Greek ἐγκᾰθιδρῡ́ω ( “ erect, set up in ” ) .[ 1] Morphologically, from εν- (εγ-) ( “ in- ” ) + κατα- (-καθ-) ( “ fully ” ) + ιδρύω ( “ found ” ) .
IPA (key ) : /eŋ.ɡa.θiˈðri.o/
Hyphenation: ε‧γκα‧θι‧δρύ‧ω
Old Hyphenation: εγ‧κα‧θι‧δρύ‧ω
εγκαθιδρύω • (egkathidrýo ) (past εγκαθίδρυσα , passive εγκαθιδρύομαι )
to establish , put into effect , set up
( of political systems ) to install , bring into force
Εγκαθιδρύθηκε δικτατορικό καθεστώς.Egkathidrýthike diktatorikó kathestós.A dictatorial regime was installed .
εγκαθιδρύω εγκαθιδρύομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
εγκαθιδρύω
εγκαθιδρύσω
εγκαθιδρύομαι
εγκαθιδρυθώ
2 sg
εγκαθιδρύεις
εγκαθιδρύσεις
εγκαθιδρύεσαι
εγκαθιδρυθείς
3 sg
εγκαθιδρύει
εγκαθιδρύσει
εγκαθιδρύεται
εγκαθιδρυθεί
1 pl
εγκαθιδρύουμε , [‑ομε ]
εγκαθιδρύσουμε , [‑ομε ]
εγκαθιδρυόμαστε
εγκαθιδρυθούμε
2 pl
εγκαθιδρύετε
εγκαθιδρύσετε
εγκαθιδρύεστε , εγκαθιδρυόσαστε
εγκαθιδρυθείτε
3 pl
εγκαθιδρύουν (ε )
εγκαθιδρύσουν (ε )
εγκαθιδρύονται
εγκαθιδρυθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
εγκαθίδρυα
εγκαθίδρυσα
εγκαθιδρυόμουν (α )
εγκαθιδρύθηκα
2 sg
εγκαθίδρυες
εγκαθίδρυσες
εγκαθιδρυόσουν (α )
εγκαθιδρύθηκες
3 sg
εγκαθίδρυε
εγκαθίδρυσε
εγκαθιδρυόταν (ε )
εγκαθιδρύθηκε
1 pl
εγκαθιδρύαμε
εγκαθιδρύσαμε
εγκαθιδρυόμασταν , (‑όμαστε )
εγκαθιδρυθήκαμε
2 pl
εγκαθιδρύατε
εγκαθιδρύσατε
εγκαθιδρυόσασταν , (‑όσαστε )
εγκαθιδρυθήκατε
3 pl
εγκαθίδρυαν , εγκαθιδρύαν (ε )
εγκαθίδρυσαν , εγκαθιδρύσαν (ε )
εγκαθιδρύονταν , (εγκαθιδρυόντουσαν )
εγκαθιδρύθηκαν , εγκαθιδρυθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα εγκαθιδρύω ➤
θα εγκαθιδρύσω ➤
θα εγκαθιδρύομαι ➤
θα εγκαθιδρυθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα εγκαθιδρύεις , …
θα εγκαθιδρύσεις , …
θα εγκαθιδρύεσαι , …
θα εγκαθιδρυθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … εγκαθιδρύσει
έχω, έχεις, … εγκαθιδρυθεί είμαι , είσαι , … εγκαθιδρυμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … εγκαθιδρύσει
είχα, είχες, … εγκαθιδρυθεί ήμουν , ήσουν , … εγκαθιδρυμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … εγκαθιδρύσει
θα έχω, θα έχεις, … εγκαθιδρυθεί θα είμαι, θα είσαι, … εγκαθιδρυμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
εγκαθίδρυε
εγκαθίδρυσε
—
εγκαθιδρύσου
2 pl
εγκαθιδρύετε
εγκαθιδρύστε
εγκαθιδρύεστε
εγκαθιδρυθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
εγκαθιδρύοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας εγκαθιδρύσει ➤
εγκαθιδρυμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
εγκαθιδρύσει
εγκαθιδρυθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.