From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /eŋ.ɟe.niˈa.zo/
Hyphenation: ε‧γκαι‧νι‧ά‧ζω
Old Hyphenation: εγ‧και‧νι‧ά‧ζω
εγκαινιάζω • (egkainiázo ) (past εγκαινίασα , passive εγκαινιάζομαι , p‑past εγκαινιάστηκα , ppp εγκαινιασμένος )
to inaugurate , launch , open
εγκαινιάζω εγκαινιάζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
εγκαινιάζω
εγκαινιάσω
εγκαινιάζομαι
εγκαινιαστώ
2 sg
εγκαινιάζεις
εγκαινιάσεις
εγκαινιάζεσαι
εγκαινιαστείς
3 sg
εγκαινιάζει
εγκαινιάσει
εγκαινιάζεται
εγκαινιαστεί
1 pl
εγκαινιάζουμε , [‑ομε ]
εγκαινιάσουμε , [‑ομε ]
εγκαινιαζόμαστε
εγκαινιαστούμε
2 pl
εγκαινιάζετε
εγκαινιάσετε
εγκαινιάζεστε , εγκαινιαζόσαστε
εγκαινιαστείτε
3 pl
εγκαινιάζουν (ε )
εγκαινιάσουν (ε )
εγκαινιάζονται
εγκαινιαστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
εγκαινίαζα
εγκαινίασα
εγκαινιαζόμουν (α )
εγκαινιάστηκα
2 sg
εγκαινίαζες
εγκαινίασες
εγκαινιαζόσουν (α )
εγκαινιάστηκες
3 sg
εγκαινίαζε
εγκαινίασε
εγκαινιαζόταν (ε )
εγκαινιάστηκε
1 pl
εγκαινιάζαμε
εγκαινιάσαμε
εγκαινιαζόμασταν , (‑όμαστε )
εγκαινιαστήκαμε
2 pl
εγκαινιάζατε
εγκαινιάσατε
εγκαινιαζόσασταν , (‑όσαστε )
εγκαινιαστήκατε
3 pl
εγκαινίαζαν , εγκαινιάζαν (ε )
εγκαινίασαν , εγκαινιάσαν (ε )
εγκαινιάζονταν , (εγκαινιαζόντουσαν )
εγκαινιάστηκαν , εγκαινιαστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα εγκαινιάζω ➤
θα εγκαινιάσω ➤
θα εγκαινιάζομαι ➤
θα εγκαινιαστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα εγκαινιάζεις , …
θα εγκαινιάσεις , …
θα εγκαινιάζεσαι , …
θα εγκαινιαστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … εγκαινιάσει
έχω, έχεις, … εγκαινιαστεί είμαι , είσαι , … εγκαινιασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … εγκαινιάσει
είχα, είχες, … εγκαινιαστεί ήμουν , ήσουν , … εγκαινιασμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … εγκαινιάσει
θα έχω, θα έχεις, … εγκαινιαστεί θα είμαι, θα είσαι, … εγκαινιασμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
εγκαινίαζε
εγκαινίασε
—
εγκαινιάσου
2 pl
εγκαινιάζετε
εγκαινιάστε
εγκαινιάζεστε
εγκαινιαστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
εγκαινιάζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας εγκαινιάσει ➤
εγκαινιασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
εγκαινιάσει
εγκαινιαστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• Also formal passive dependent and past with -σθ- εγκαινιασθώ ( egkainiasthó ) , εγκαινιάσθηκα ( egkainiásthika ) • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.